Ο οργανισμός των ανθρώπων με διαβήτη τύπου 2 είναι δυσκολότερο να επανέλθει στα φυσιολογικά του επίπεδα ύστερα απ’ την έκθεσή του σε μία στρεσογόνο κατάσταση, σύμφωνα με νέα μελέτη που διεξήγαγαν επιστήμονες απ’ το Πανεπιστημιακό Κολλέγιο του Λονδίνου και το Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης.
Η μελέτη, που χρηματοδοτήθηκε απ’ το Βρετανικό Ίδρυμα Καρδιάς και δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Proceedings of the National Academy of Sciences, συνέκρινε 420 ενήλικες, μεταξύ 70-75 ετών, με κοινό παρονομαστή την ηλικία, το φύλο και το εισόδημα τους.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι αυτοί που έπασχαν από διαβήτη παρουσίασαν μια επιπλέον δυσκολία στο να επαναφέρουν την αρτηριακή πίεση, τον καρδιακό παλμό και τα επίπεδα της χοληστερόλης τους στις φυσιολογικές τιμές, μετά από ένα στρεσογόνο τεστ.
Οι συμμετέχοντες με διαβήτη τύπου 2 εμφάνισαν, επίσης, στο αίμα τους υψηλότερα επίπεδα της ορμόνης του στρες, της κορτιζόλης καθώς και μιας πρωτεΐνης που εμπλέκεται στην ανοσολογική απόκριση και ονομάζεται IL-6.
Ο συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυξημένη ένταση στο σώμα, καθώς προσπαθεί να διατηρήσει μια σταθερή εσωτερική κατάσταση.
Η μελέτη δείχνει μια σύνδεση μεταξύ των βιολογικών διεργασιών που εμπλέκονται τόσο στο στρες και όσο και στο διαβήτη τύπου 2.
Ωστόσο, τα αποτελέσματα δεν αποδεικνύουν ότι η επιπλέον καταπόνηση στο σώμα από το στρες είναι είτε αιτία, είτε συνέπεια της νόσου, αλλά τονίζουν τις δυνατότητες των θεραπειών που θα στοχεύουν τόσο στις ψυχολογικές όσο και στις σωματικές επιπτώσεις της ασθένειας.
«Εξερευνώντας το πώς ακριβώς το στρες επηρεάζει το σώμα σε αυτό το επίπεδο, κάνουμε ένα βήμα προς τον εντοπισμό καλύτερων τρόπων διαχείρισης των κινδύνων που διατρέχουν οι άνθρωποι που πάσχουν από διαβήτη τύπου 2», δήλωσε ο επικεφαλής της μελέτης, καθηγητής Ψυχολογίας και διευθυντής του Ινστιτούτου Επιδημιολογίας και Υγείας του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου του Λονδίνου, Άντριου Στέπτο.