Οι χαμηλοί μισθοί σε μόνιμη βάση ή για μεγάλα χρονικά διαστήματα συνδέονται με σημαντικά ταχύτερη εξασθένηση της μνήμης στην ζωή μας την περίοδο της τρίτης ηλικίας, σύμφωνα με νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Η συγκεκριμένη μελέτη είναι πρώτη που κάνει αυτή τη συσχέτιση. Οι επιστήμονες της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης, με επικεφαλής τη δρ Κατρίνα Κέζιος του Τμήματος Επιδημιολογίας, ανέλυσαν στοιχεία για 2.879 άτομα γεννημένα μεταξύ 1936-1941.
Ως χαμηλό θεωρήθηκε το ημερομίσθιο, το οποίο κυμαινόταν κάτω από τα δύο τρίτα του μέσου εθνικού ημερομισθίου σε ένα συγκεκριμένο έτος. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες αναφορικά με το ιστορικό των μισθών τους: εκείνους που ποτέ δεν είχαν πάρει χαμηλούς μισθούς, όσους είχαν πάρει τέτοιους μισθούς κατά περιόδους και όσους μόνιμα είχαν χαμηλούς μισθούς μεταξύ 1992-2004. Έπειτα αξιολογήθηκε η κατάσταση της μνήμης τους τα επόμενα 12 χρόνια.
Αυτό που προέκυψε είναι ότι, σε σύγκριση με όσους ποτέ δεν είχαν πάρει χαμηλούς μισθούς, οι μόνιμα χαμηλόμισθοι εμφάνιζαν πολύ πιο γρήγορη εξασθένηση της μνήμης τους στην τρίτη ηλικία. Σε γενικές γραμμές, εμφάνιζαν ένα έξτρα έτος γνωστικής γήρανσης ανά δέκα χρόνια χαμηλών μισθών. Έτσι, ένας χαμηλόμισθος επί μια δεκαετία εμφάνιζε μετά από δέκα χρόνια την μνήμη που θα είχε μετά από 11 χρόνια ένας υψηλόμισθος.
Και παλαιότερα οι χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας έχουν σχετιστεί με διάφορα προβλήματα υγείας, όπως συμπτώματα κατάθλιψης, παχυσαρκία, υπέρταση κ.α., που όλα συνιστούν, μεταξύ άλλων, παράγοντες κινδύνου για πρόωρη γνωστική γήρανση. Η νέα μελέτη για πρώτη φορά συνδέει συγκεκριμένα τουςχαμηλούς μισθούς στη διάρκεια του εργασιακού βίου με την κατοπινή γνωστική λειτουργία.
«Η έρευνα μας παρέχει νέα στοιχεία ότι η διαρκής έκθεση ενός ανθρώπου σε χαμηλούς μισθούς, στη διάρκεια ιδίως της κορύφωσης του εργασιακού βίου του, σχετίζεται με επιταχυνόμενη μείωση της μνήμης του αργότερα στη ζωή», δήλωσε η δρ Κέζιος. Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι η αύξηση του ελάχιστου ημερομισθίου θα έχει θετική επίπτωση και στη γνωστική υγεία των ανθρώπων.
Οι ερευνητές δημοσίευσαν τα ευρήματά τους στο αμερικανικό περιοδικό επιδημιολογίας «American Journal of Epidemiology», καθώς και ανάλογη ανακοίνωση σε διεθνές συνέδριο για τη νόσο Αλτσχάιμερ (2022 Alzheimer’s Association International Conference).