Σύμφωνα με νέα έρευνα, η ανεπάρκεια της βιταμίνης D συνδέεται με μεγαλύτερο κίνδυνο πρόωρης θνησιμότητας.
Η βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη απαραίτητη για την υγεία μας. Βοηθά το σώμα μας να απορροφήσει το ασβέστιο και να διατηρήσει επαρκείς συγκεντρώσεις μαγνησίου και φωσφορικών στον ορό, τρία θρεπτικά συστατικά σημαντικά για τα δόντια, τους μύες και τα οστά μας.
Είναι η βιταμίνη που παίρνουμε από τον ήλιο, ωστόσο, παρά την άφθονη διαθεσιμότητά της, ένας στους τρεις ενήλικες εξακολουθεί να υποφέρει από ήπια, μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια βιταμίνης D.
Ερευνητική ομάδα από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Αυστραλίας σε μελέτη που πραγματοποίησε σε 307.601 άτομα διάρκειας 14 ετών, διαπίστωσε ότι όσο πιο σοβαρή είναι η ανεπάρκεια βιταμίνης D, τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος πρόωρης θνησιμότητας. Αντίθετα, ο κίνδυνος θανάτου μειώθηκε σημαντικά στα άτομα με αυξημένες συγκεντρώσεις βιταμίνης D, με τα ισχυρότερα αποτελέσματα να παρατηρούνται μεταξύ των ατόμων με σοβαρές ανεπάρκειες.
Όπως επισημαίνει o επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας Dr. Josh Sutherland, « αν και η βιταμίνη D έχει συνδεθεί με τη θνησιμότητα, ήταν δύσκολο να προσδιοριστούν οι αιτιώδεις επιπτώσεις. Η μελέτη μας είναι η πρώτη του είδους της που μας παρέχει ισχυρές αποδείξεις για τη σύνδεση μεταξύ χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D και πρόωρης θνησιμότητας».
Σύμφωνα με τους ερευνητές, το «κλειδί» για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη της βιταμίνης D είναι η πρόληψη και επισημαίνουν ότι είναι πολύ σημαντικό να δημιουργηθούν αποτελεσματικές στρατηγικές δημόσιας υγείας που θα διασφαλίσουν ότι οι ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες και οι ηλικιωμένοι θα διατηρούν επαρκή επίπεδα βιταμίνης D καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.
Τα αποτελέσματα της μελέτης δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Annals of Internal Medicine.