Μερικοί άνθρωποι έχουν περισσότερες πιθανότητες από άλλους να «κολλήσουν» γρήγορα με το κάπνισμα, ύστερα από την δοκιμή του τσιγάρου, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Επιστήμονες προσπάθησαν για πρώτη φορά να αναλύσουν το πώς οι άνθρωποι αντιδρούν στην πρώτη τους επαφή με μια μικρή ποσότητα νικοτίνης. Όπως έδειξαν τα ευρήματά τους, στους περισσότερους δεν αρέσει, σε αντίθεση με πολλά άλλα εθιστικά φάρμακα, τα οποία οι περισσότεροι λένε ότι απολαμβάνουν και δοκιμάζουν ξανά.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, υπάρχουν σίγουρα κάποια άτομα που αποφεύγουν τη νικοτίνη και άλλα που την επιλέγουν και πιθανώς να παίζουν ρόλο γενετικοί ή μεταβολικοί παράγοντες, που κάνουν τους ανθρώπους να εμπίπτουν στη μία ή την άλλη ομάδα.
Για να διερευνήσουν τον εθισμό στη νικοτίνη, οι επιστήμονες επικεντρώθηκαν σε 18 υγιείς ενήλικες, οι οποίοι δεν είχαν καπνίσει ποτέ ή είχαν καπνίσει μόνο μερικά τσιγάρα.
Ωστόσο, αντί να τους δώσουν ένα κανονικό τσιγάρο, πρόσφεραν σε ορισμένους συμμετέχοντες χάπια που περιείχαν πολύ μικρή ποσότητα νικοτίνης και σε άλλους ένα παρόμοιο, εμφανισιακά, χάπι. Οι εθελοντές δεν γνώριζαν αν λάμβαναν νικοτίνη ή το εικονικό φάρμακο. Γνώριζαν μόνο ότι έπαιρναν χάπια που θα μπορούσαν να περιέχουν καφεΐνη, ζάχαρη, ginseng, χαμομήλι, θεοβρωμίνη, κάβα ή νικοτίνη.
«Προσπαθήσαμε να αναπτύξουμε συνθήκες στις οποίες οι άνθρωποι θα μπορούσαν να μάθουν να εξοικειώνονται με τις ήπιες αλλαγές της διάθεσης που προκαλούν οι πολύ χαμηλές δόσεις νικοτίνης, με σκοπό να αποκαλύψουμε τις ενισχυτικές επιδράσεις της», εξήγησε ο καθηγητής Ψυχιατρικής και Επιστημών της Συμπεριφοράς, στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Johns Hopkins, στη Βαλτιμόρη, Roland Griffiths.
Εκτός από τις κοινές αντιδράσεις (όπως χαλάρωση, αλλαγές στα επίπεδα ενέργειας και συγκέντρωσης, ζαλάδα, υπνηλία και νευρικότητα), όλοι οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να προσπαθήσουν να εντοπίσουν πότε λάμβαναν εικονικό φάρμακο και πότε πραγματική νικοτίνη.
Στο τέλος, οι μισοί ήταν σε θέση να προσδιορίσουν συστηματικά τη νικοτίνη, αναφέροντας βελτιωμένη συγκέντρωση, εγρήγορση, ενέργεια και διάθεση. Οι άλλοι μισοί δεν ήταν σε θέση να την προσδιορίσουν με ακρίβεια και περιέγραψαν την αντίδρασή τους στη νικοτίνη με αρνητικούς όρους.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Psychopharmacology.